- σέξι
- foxy
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
σέξι — Ν (άκλ. επίθ.) αυτός που προκαλεί ερωτική έλξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sexy (βλ. λ. σεξ)] … Dictionary of Greek
Γουίβερ, Σιγκούρνι — (Sigourney Weaver, Νέα Υόρκη 1949 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Αποφοίτησε από το θεατρικό τμήμα του πανεπιστημίου Γέιλ και άλλαξε το όνομά της από Σούζαν σε Σιγκούρνι, επηρεασμένη από την αντίστοιχη ηρωίδα του βιβλίου Ο μεγάλος… … Dictionary of Greek
Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… … Dictionary of Greek